Παιδί μου, αν δεν λερωθείς μη γυρίσεις σπίτι
Κάθε καλοκαίρι πηγαίνουμε στο νησί. Εγώ και η μικρή μου κόρη. Για 15 μέρες που φαντάζουν μήνες ολόκληροι γιατί εκεί δεν τρέχεις πια να προλάβεις τίποτα. Το μυαλό και το κορμί σκορπάνε σε καθημερινές μικρές απολαύσεις, βουτιές, ξυπόλητα πόδια, βαρκάδες, δροσερά αεράκια και όλα αυτά που σημαίνουν καλοκαίρι.
Κάθε χρόνο ανοίγουμε την ετοιμόρροπη ξύλινη πόρτα του μικρού μας σπιτιού στο νησί και με το που αντικρίζουμε την αυλή με την κληματαριά ημερεύουμε μέσα μας. Εγώ παρατάω τις βαλίτσες στο πλακόστρωτο και πάω να φτιάξω έναν καφέ, και εκείνη λέει φεύγω, πάω να βρω τα παιδιά να τους πω ότι ήρθα.
Ξεχύνεται στα στενά και ξέρω ότι θα την ξαναδώ μετά από ώρες. Αυτή την αλάνα των παιδικών μου χρόνων την βρίσκει και εκείνη εδώ μόνο για 15 μέρες. Δεν ξέρω αν είναι αρκετές. Αλλά και 55 μέρες να ήταν και 105, ποτέ δεν είναι αρκετές για τέτοια ζωή. Τις πρώτες μέρες δεν μαζεύεται με τίποτα, προσπαθεί να ξεράσει όλη την πόλη από μέσα της αν γίνεται, να πετάξει το καυσαέριο από τους πόρους του σώματός της και να ξεχάσει όλα τα φοβεριστικά που της έχω πει για την ασφάλειά της για περίεργα αυτοκίνητα και αγνώστους που θα της πιάσουν την κουβέντα.