Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού είναι αποτέλεσμα της εισβολής μικροβίων ή άλλων παθογόνων μικροοργανισμών στο ουροποιητικό σύστημα.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, τα βακτήρια που εισέρχονται από την ουρήθρα στο ουροποιητικό σύστημα απομακρύνονται γρήγορα με την ούρηση, πριν εγκατασταθούν και προκαλέσουν συμπτώματα. Ωστόσο, μερικές φορές τα βακτήρια ξεπερνούν τη φυσική άμυνα του οργανισμού και προκαλούν λοίμωξη.
Οι άνθρωποι που είναι επιρρεπείς στις λοιμώξεις του ουροποιητικού, μπορούν να τις προλάβουν λαμβάνοντας σε συνεννόηση με τον γιατρό τους κάποια διατροφικά συμπληρώματα που απομακρύνουν τον κίνδυνο εκδήλωσής τους.
Οι ουσίες αυτές είναι:
Εκχύλισμα κράνμπερι
Eδώ και αιώνες τα κράνμπερι θεωρούνται παραδοσιακό γιατρικό για τις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος. Όμως, η θεραπευτική τους αξία τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει και επιστημονική βάση.
Mια μελέτη της Iατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Harvard σε ηλικιωμένες γυναίκες που έπιναν 1-2 ποτήρια χυμό κράνμπερι καθημερινά για έξι μήνες, απέδειξε ότι ο αριθμός των βακτηριδίων στην ουροδόχο κύστη τους περιορίστηκε και, επιπλέον, ότι είχαν σχεδόν 60% λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν λοιμώξεις στην περιοχή.
Επίσης, οι γυναίκες που είχαν ουρολοίμωξη και έπιναν χυμό, είχαν 75% περισσότερες πιθανότητες να την ξεπεράσουν γρηγορότερα, σε σχέση με αυτές που δεν έπιναν. Για τη δράση των κράνμπερι στις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος ευθύνονται δύο συστατικά, η φρουκτόζη και ένα άλλο, του οποίου η ταυτότητα δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη. Aυτά τα δύο δρουν με τρόπο που αποτρέπουν την προσκόλληση των βακτηριδίων στα τοιχώματα της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας.
Aν έχετε ουρολοίμωξη, για όσο διάστημα παίρνετε την αντιβίωση που σας έχει συστήσει ο γιατρός, πίνετε συγχρόνως δύο ποτήρια την ημέρα χυμό κράνμπερι.
Aν είστε επιρρεπείς στις λοιμώξεις του ουροποιητικού, πίνετε προληπτικά 1 ποτήρι χυμό κράνμπερι ημερησίως.
Προβιοτικά
Τα προβιοτικά είναι τα «καλά» βακτήρια που ζουν στο έντερο και πιστεύεται ότι συγκρατούν τα «κακά» βακτήρια που είναι υπεύθυνα για τις ουρολοιμώξεις.
Στη διατροφή μας βρίσκονται κυρίως σε γαλακτοκομικά προϊόντα, με πλουσιότερη πηγή το κεφίρ και ορισμένους τύπους γιαουρτιών. Πολλοί άνθρωποι λαμβάνουν συμπληρώματα διατροφής με προβιοτικά για την ανακούφιση από συμπτώματα της διάρροιας, της δυσκοιλιότητας, του Συνδρόμου του Ευερέθιστου Εντέρου και άλλων σχετικών με το έντερο καταστάσεων.
Οι επιστήμονες παρατήρησαν πως γυναίκες με συχνά περιστατικά ουρολοίμωξης εμφανίζουν λιγότερες αποικίες λακτοβακίλλων και εκτιμούν πως η αναπλήρωση των προβιοτικών ίσως δίνει τη λύση.
Οι τρόποι με τους οποίους οι λακτοβάκιλλοι εμποδίζουν την εμφάνιση ουρολοίμωξης είναι 3:
-Ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα
-Δεν επιτρέπουν στους παθογόνους μικροοργανισμούς να ταξιδέψουν από το έντερο ή τον κόλπο προς το ουροποιητικό.
-Παρεμποδίζουν την προσκόλληση παθογόνων βακτηρίων, και κυρίως του E. coli, στα τοιχώματα του ουροποιητικού.
D-μαννόζη
Η μαννόζη ή αλλιώς mannose είναι ένας απλός υδατάνθρακας που απορροφάται με αργό ρυθμό από τον οργανισμό και περιέχεται στα φρούτα.
Η ουσία αυτή αποτρέπει την προσκόλληση των βακτηρίων στο εσωτερικό του ουροποιητικού συστήματος και προστατεύει την ουροδόχο κύστη από λοιμώξεις, όπως η ουρολοίμωξη, η κυστίτιδα κ.ά.
Η ουσία έχει μελετηθεί σε ασθενείς με νευρογενή κύστη, ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει με συντομία τις διαταραχές της ούρησης σε ασθενείς με τεκμηριωμένο νευρολογικό νόσημα.
Ασθενείς με σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσο Πάρκινσον ή κάκωση της σπονδυλικής στήλης, που παρουσιάζουν ακράτεια ούρων ή αδυναμία ούρησης, αποτελούν μερικά παραδείγματα νευρογενούς κύστης. Στη νευρογενή κύστη, συμπεριλαμβάνονται και διαταραχές της ούρησης που προκαλούνται από μη νευρολογικά νοσήματα, τα οποία όμως μπορεί να προκαλούν σταδιακά σημαντική βλάβη στο νευρικό σύστημα. Ως νευρογενής, για παράδειγμα, χαρακτηρίζεται και η διαταραχή της ούρησης σε ασθενείς με χρόνια κακή ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη, η οποία προκάλεσε τεκμηριωμένη διαβητική νευροπάθεια.
Μια τυπική ημερήσια δόση της D-μαννόζης είναι 2 γραμμάρια διαλυμένα σε 200 ml νερό.
ΠΗΓΗ: onmed.gr