Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών: Ο σοβαρός κίνδυνος για το συκώτι
Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι μία διαταραχή που επηρεάζει περίπου το 10% των γυναικών και προκαλεί ακανόνιστη εμμηνορρυσία, πρόβλημα γονιμότητας, ανδρικού τύπου τριχοφυΐα και ακμή.
Συμβουλές υγείας και φροντίδας για βρέφη και παιδιά
[babyPostAd]Οι γυναίκες που πάσχουν από το συγκεκριμένο σύνδρομο έχουν υψηλότερα επίπεδα ανδρογόνων, λιγότερη ευαισθησία στην ινσουλίνη και είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες.Επιστήμονες από τη Μ. Βρετανία ανακάλυψαν ότι τα αυξημένα ανδρογόνα στις γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών διπλασιάζουν τον κίνδυνο εκδήλωσης μη αλκοολικής λιπώδους ηπατοπάθειας.
Πρόκειται για ένα ιατρικό όρο που περιλαμβάνει ηπατικές παθήσεις που προσβάλλουν άτομα που πίνουν ελάχιστο ή καθόλου αλκοόλ και είναι κύρια αιτία νοσηρότητας του ήπατος, παγκοσμίως.
Ένα από τα βασικά συμπτώματα της νόσου είναι η αποθήκευση μεγάλης ποσότητας λίπους στο ήπαρ, μια κατάσταση άγνωστης αιτιολογίας που φαίνεται ότι σχετίζεται με την παχυσαρκία. Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγκχαμ ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι δύο έως τρεις φορές πιθανότερο να εκδηλώσουν μη αλκοολική λιπώδη ηπατοπάθεια, συγκριτικά με γυναίκες χωρίς το εν λόγω σύνδρομο.
Διαπίστωσαν επίσης, ότι οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες και υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης διέτρεχαν κίνδυνο μη αλκοολικής λιπώδους ηπατοπάθειας ανεξαρτήτως σωματικού βάρους.
Οι ερευνητές άντλησαν στοιχεία από τα ιατρικά αρχεία 63.000 γυναικών με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και 120.000 γυναικών όμοιας ηλικίας, σωματικού βάρους χωρίς την πάθηση.
Επίσης, αντλήθηκαν δεδομένα από δύο δείγματα μελετών με γυναίκες πάσχουσες από το σύνδρομο και άλλες που είχαν υψηλή τεστοστερόνη.
«Παρατηρήσαμε διπλάσια αύξηση του κινδύνου λιπώδους ηπατοπάθειας στις γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες και περίσσεια ανδρικών ορμονών. Μελετώντας συγκεκριμένα τα επίπεδα της τεστοστερόνης, διαπιστώσαμε ότι τα υψηλά επίπεδά της αύξαναν σημαντικά τον κίνδυνο λιπώδους ηπατοπάθειας ακόμα κι αν οι γυναίκες είχαν φυσιολογικό σωματικό βάρος», εξηγούν οι ειδικοί.
Τα στοιχεία δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο PLoS Medicine.