Βιάζομαι συνέχεια και δε μου αρέσει – μισώ τη βιασύνη. Χθες όλη μέρα βιαζόμουν. Μιλούσα βιαστικά, περπατούσα βιαστικά, οδηγούσα βιαστικά. Ακόμα και το καληνύχτισμα των παιδιών, που είναι συνήθως μια ήρεμη και χαλαρή διαδικασία, το έκανα βιαστικά επειδή στις 9.30 είχα επαγγελματική συνάντηση.
Η συνάντηση τέλειωσε κατά τις 2 το βράδυ. Αδύνατον φυσικά να κοιμηθώ, σκεφτόμουν όλα αυτά τα συναρπαστικά που σχεδιάζουμε για τους επόμενους μήνες. Πριν τελικά αποκοιμηθώ αποφάσισα να βάλω το ξυπνητήρι για σήμερα ένα τέταρτο πιο νωρίς από ότι συνήθως, για να μην αρχίσω να βιάζομαι με το που θα ξυπνήσω. Να ξυπνήσω τις μικρές με ηρεμία, να ακούσω με προσοχή τα πρωινά τους λογάκια που είναι πάντα απολαυστικά, να φάμε όλοι μαζί το πρωινό μας και να είναι η πρωινή προετοιμασία για το σχολείο όσο το δυνατόν πιο χαλαρή.
«Μαμά θα σου πω κάτι αλλά μάλλον δε θα συμφωνείς γιατί μάλλον θα είσαι πολύ κουρασμένη…»
Από μέσα μου σκέφτηκα: «Ωχ, κάπου θα θέλει να πάμε ή κάποιον θα θέλει να καλέσουμε ή κάτι πολύπλοκο θα θέλει να κάνουμε. Τι να ‘ναι πάλι;»
«Τι Εβίτα; Τι θέλεις να μου πεις;»
«Θέλω να με περιμένεις μαμά. Θέλω να με περιμένεις να γεράσω και να πεθάνουμε μαζί.»
Ξεροκατάπια. Δε είπα λέξη… Εκείνη συνέχισε:
«Κι έτσι τα εγγονάκια μου θα σε γνωρίσουν. Θα γνωρίσουν την προγιαγιά τους από κοντά. Δε θα χρειαστεί να σε δουν μόνο σε φωτογραφία και εγώ να προσπαθώ να τους εξηγήσω για σένα… Θα σε δουν. Θα με περιμένεις μαμά; Θα με περιμένεις;»
Πηγή: aspaonline.gr