Ο όρος «κακομαθημένο παιδί» είναι, χωρίς αμφιβολία, από τους όρους που αφήνουν περιθώρια για πολλές ερμηνείες.
Τι ακριβώς σημαίνει, είναι, σε μεγάλο βαθμό, θέμα προσωπικής εκτίμησης. Είναι, άραγε, αλήθεια ότι «κακομαθαίνει» το παιδί, όταν π.χ. οι γονείς το παίρνουν αγκαλιά κάθε φορά που εκείνο κλαίει για να τραβήξει την προσοχή τους; Άραγε, όταν το παιδί επιδιώκει να πάρει από τον καθέναν μας γύρω του ό,τι περισσότερο και ό,τι καλύτερο μπορέσει, το κάνει αυτό γιατί θέλει να έχει το «επάνω χέρι»;
Όταν ένα μωρό κλαίει, το κάνει γιατί σίγουρα χρειάζεται κάτι. Όμως, ούτε το ίδιο ούτε οι γονείς του ξέρουν πάντοτε τι ακριβώς χρειάζεται. Ανάμεσα σε αυτά που πραγματικά χρειάζεται, και μάλιστα σε αφθονία, είναι ασφαλώς η ανθρώπινη στοργική παρουσία και προσοχή, τα πλούσια ερεθίσματα και οι περιβαλλοντικοί διερεθισμοί, καθώς και η συντροφιά και η στενή διαπροσωπική αλληλεπίδραση.
Πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι σε όλες τις περιπτώσεις (εκτός από μια μόνο περίπτωση, τα προβλήματα του νυκτερινού ύπνου – αν βέβαια τα προβλήματα αυτά τα παρουσιάσει το παιδί, αφού προηγουμένως έχει φτάσει στο στάδιο να μπορεί να κοιμάται κανονικά όλη τη νύχτα) δεν υπάρχει κανένας απολύτως φόβος «να χαλάσει» ο χαρακτήρας του παιδιού, «να κακομάθει» το παιδί, με τη δοτική συμπεριφορά μας κατά τη βρεφική ηλικία.
Από την άλλη όμως πλευρά, ο φόβος μήπως δημιουργηθούν στο παιδί κακές συνήθειες συχνά ενσταλάζετε και φωλιάζει όλο και περισσότερο στις νεαρές, άπειρες μητέρες από ποικίλες πηγές: από τους δικούς τους γονείς – υποτίθεται ότι εκείνοι είναι πιο έμπειροι. από τη δική τους την αγωνία να δώσουν στο παιδί τους μια σωστή ανατροφή, ακόμη και από δογματικούς, ανενημέρωτους για το τι λέει η επιστημονική έρευνα, ειδικούς.
Οι άπειρες μητέρες συχνά ακούνε να τις συμβουλεύουν και να τις προειδοποιούν ότι πρέπει να προσέξουν, γιατί πολλές κακές συνήθειες των παιδιών οφείλονται στην υπερβολική προσοχή που τους έδωσαν οι γονείς τους όταν ήταν μικρά. Με άλλα λόγια, γιατί «τα κακόμαθαν» οι γονείς τους, και έτσι τους έδωσαν το «πάνω χέρι».
Δυστυχώς, οι ατυχείς γονείς σύρονται προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: προς τη μια που τους λένε ότι αν είναι ανεκτικοί, το παιδί θα γίνει ένας εγωκεντρικός, καθόλου αγαπητός και ισχυρογνώμων τύραννος και προς την άλλη που τους λένε ότι, αν είναι υπερβολικά αυστηροί, αν είναι αυταρχικοί και τιμωρητικοί, η στάση τους αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα το παιδί τους να γίνει ένα υποχωρητικό, άβουλο και υποτακτικό πλάσμα, μια χαμερπής ασημότητα.
.
Έχει λεχθεί ότι οι γονείς, κατά κανόνα, βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε δύο ακραίες απόψεις σχετικά με την πραγματική φύση της παιδικής ηλικίας. Οι απόψεις τους αυτές – οι οποίες σημειωτέον δεν λειτουργούν πάντοτε στο συνειδητό επίπεδο – επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο που χειρίζονται διάφορα θέματα ανατροφής και, ιδιαίτερα, το θέμα της πειθάρχησης-χειραγώγησης του παιδιού. Στο ένα άκρο βρίσκεται η απαισιόδοξη άποψη, η οποία βλέπει το παιδί ως «φύσει κακό» βλέπει, μέσα και ολόγυρα στο αναπτυσσόμενο παιδί, το «προπατορικό αμάρτημα».
Σαν να βρίσκεται, ας πούμε, μέσα στο παιδί ένας «ανεξέλεγκτος», «όλο μηχανορραφίες», «άπληστος» μικρός διάβολος που πρέπει να καταπνιγεί με κάθε τρόπο. Επιτήρηση και πειθαρχία είναι οι όροι «κλειδιά» αυτής της θεωρίας, η οποία θα μπορούσε να ονομαστεί η σχολή του «κτυπώ το κακό στη ρίζα του». Στο άλλο άκρο βρίσκεται η άποψη, η οποία βλέπει το παιδί ως «φύσει καλό», ως μια εξιδανικευμένη και ρομαντική έκφανση του «ευγενούς αγρίου».
Οι οπαδοί αυτής της άποψης βλέπουν, μέσα και ολόγυρα στις δυνάμεις ανάπτυξης του παιδιού, την έμφυτη αρετή. Κάθε είδους παρέμβαση στις «φυσικές», «ενστικτώδεις» ή «αυθόρμητες» διαδικασίες ανάπτυξης είναι λάθος. «Η φύση ξέρει καλύτερα, το παν είναι η ελευθερία» είναι το απόσταγμα αυτής της εξίσου απλουστευτικής, αλλά αισιόδοξης, άποψης.
Αυτές οι δύο απόψεις φαίνονται καθαρά στη στάση που κρατάνε οι μητέρες απέναντι στο κλάμα των μικρών παιδιών. Ο John και η EIizabethNewson, στην έρευνά τους για την ψυχοδυναμική της οικογένειας στο Nottingham, διαπίστωσαν ότι οι πιο αυστηρές μητέρες ήταν πεπεισμένες – το θεωρούσαν θέμα αρχής – ότι τα παιδιά πρέπει μερικές φορές να τα αφήνουμε να κλαίνε. Κατά την άποψή τους, όλα τα παιδιά έχουν την τάση να είναι πεισματάρικα και πονηρά. Ήδη από την ηλικία των 12 μηνών έχουν διαμορφώσει χαρακτηριστικά που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν χωρίς υποχωρήσεις.
Το παιδί πρέπει να μάθει «ποιος είναι το αφεντικό» και, στην ηλικία των12 μηνών, δεν ήταν και τόσο μικρό για να μην μπορεί να καταλάβει ότι δεν είναι δυνατό να γίνεται πάντα το δικό του. Αυτές οι μητέρες επέμεναν ότι τα παιδιά δεν πρέπει να τα αφήνουμε να συνηθίσουν στην επιείκεια και ότι κάθε πρόσκαιρη χαλάρωση των κανόνων θα μπορούσε να τα συνηθίσει σε κάτι τέτοιο. Οι Newsons, στις συνεντεύξεις τους, άκουσαν συχνά τους γονείς να τους λένε ότι, όταν η οικογενειακή ζωή ξέφευγε από τον καθημερινό της ρυθμό – όπως π.χ. όταν είχαν κάποια επίσκεψη στο σπίτι ή σε περιόδους διακοπών, αναγκάζονταν συχνά να παίρνουν αγκαλιά το μωρό όταν έκλαιγε, «για να μην ενοχλούνται οι άλλοι» και ότι αυτό είχε ολέθρια αποτελέσματα στο χαρακτήρα του παιδιού. Έπειτα από κάθε τέτοια παραχώρηση-υπαναχώρηση, οι γονείς ένιωθαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να κερδίσουν το «χαμένο έδαφος» στην ανατροφή του μωρού τους. Γι’ αυτή την ομάδα των μητέρων συνεπώς, το να αφήσουμε το παιδί να κλαίει ήταν ένα αναπόφευκτο μέρος της σωστής ανατροφής του παιδιού.
.
Από την άλλη πλευρά, στην ομάδα των ανεκτικών μητέρων, ήταν κοινή η πεποίθηση ότι τα μωρά, ιδιαίτερα σε μια τέτοια τρυφερή ηλικία, δεν κλαίνε χωρίς λόγο. Αυτές οι μητέρες πίστευαν ότι το κλάμα- και η δυσθυμία γενικότερα – θα πρέπει να αποφεύγεται όσο το δυνατόν περισσότερο, για το καλό της ψυχικής και σωματικής υγείας του παιδιού. Οι Newsons βρήκαν ότι η βαθύτερη πίστη και στάση των γονέων αυτών είναι ότι ένα παιδί που κλαίει είναι ένα δυστυχισμένο παιδί. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό των γονέων αυτών ότι η δοτική τους στάση απέναντι στο παιδί, ιδιαίτερα σε σχέση με το κλάμα, χαλάει το χαρακτήρα του παιδιού, ότι το παιδί κακομαθαίνει. Πίστευαν ότι η ανησυχία και η δυσθυμία του παιδιού δεν έχει καμιά ηθική διάσταση και φυσικά πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να την προλαβαίνουμε στα παιδιά.
Αυτές οι αντικρουόμενες απόψεις περιπλέκουν επίσης και τις αντιλήψεις μας για θέματα πειθαρχίας και τιμωρίας, θέματα τα οποία δεν είναι (ή δεν θα πρέπει να είναι) σε καμιά περίπτωση ταυτόσημα.
.
Πάντως τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι είναι σχεδόν αδύνατο να «χαλάσει» ο χαρακτήρας ενός παιδιού, εξαιτίας της δοτικής συμπεριφοράς των γονέων, κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του. Όμως, είναι δυνατόν να πέσει τότε ο σπόρος, από την πλευρά των γονέων, για να συμβεί κάτι τέτοιο αργότερα. Είναι βέβαιο ότι τα παιδιά, που όταν ήταν βρέφη, οι γονείς τους έσπευδαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους αμέσως μόλις τις εκδήλωναν, κλαίνε λιγότερο στις επόμενες ηλικίες από ό,τι τα παιδιά που οι γονείς τους έδειχναν αδιαφορία. Όμως η απλόχερη και άμεση αυτή ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού από τους γονείς πρέπει να γίνεται μόνο κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής, τότε δηλαδή που το παιδί βρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση από τους άλλους. Δεν πρέπει να συνεχίζεται και στα επόμενα χρόνια. Από το 2ο έτος και ύστερα πρέπει να ενισχύεται η αυτονομία του παιδιού.
Σε μια έρευνα για την εξάρτηση, από τις πιο εμπεριστατωμένες, διαπιστώθηκε ότι σχεδόν το 50% των μητέρων, που εξετάστηκαν, ανταποκρίνονταν στο κλάμα του μωρού τους – συνήθως (ή, σε μερικές περιπτώσεις, πάντοτε) παίρνοντας το μωρό αμέσως αγκαλιά. Μια τέτοια άμεση ανταπόκριση των μητέρων δεν είχε καμιά αιτιολογική συνάφεια με την εξάρτηση που αργότερα παρουσίαζαν τα παιδιά. Το 1/3 των μητέρων ήταν ευερέθιστες και τιμωρούσαν συχνά τα παιδιά τους, όταν πήγαιναν από πίσω τους και ήθελαν αγκαλιά.
Διαπιστώθηκε ότι οι μητέρες αυτές με τα νευρικά τους αυτά μαλώματα, καθώς οι ίδιες προσπαθούσαν να κρατήσουν το παιδί μακριά τους, αύξαναν τη συχνότητα των εκδηλώσεων εξάρτησης. Τα πιο εξαρτημένα παιδιά ανήκαν σε μητέρες, οι οποίες, ενώ στην αρχή για λίγο απέρριπταν θυμωμένες τις εκδηλώσεις της εξάρτησης, όμως τελικά ενέδιδαν, παρέχοντας έτσι στο παιδί μερική ενίσχυση.
Φαίνεται ότι οι μητέρες, που, κατά τη βρεφική ηλικία, πρόθυμα ανταποκρίνονται και ικανοποιούν τις ανάγκες του παιδιού, δημιουργούν στο παιδί τη λεγόμενη ασφαλή προσκόλληση δηλαδή, τα παιδιά αυτά αργότερα νιώθουν σιγουριά και εσωτερική ασφάλεια, ακόμη και όταν η μητέρα τους δεν βρίσκεται μαζί τους. Αντίθετα, οι μητέρες, που, κατά τη βρεφική ηλικία, δεν ικανοποιούν τις ανάγκες του παιδιού, δημιουργούν στα παιδιά τους τη λεγόμενη ανασφαλή προσκόλληση δηλαδή, τα παιδιά νιώθουν ανασφάλεια και αβεβαιότητα ακόμη και όταν η μητέρα τους βρίσκεται μαζί τους.
Γι’ αυτό, τα παιδιά αυτά θέλουν να είναι όλη την ώρα μαζί με τη μητέρα τους, αλλά και όταν είναι μαζί της, συνεχώς διαμαρτύρονται και παραπονούνται ότι η μητέρα τους θα τα εγκαταλείψει
epapanis.blogspot.gr