Μια εξαιρετική ιστορία ξετυλίγεται στο νέο βιβλίο του Αριστείδη Δάγλα, γεμάτη συγκίνηση και διδάγματα συγχώρεσης και αλληλεγγύης για παιδιά
Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1969 και μεγάλωσε στο Μεγανήσι της Λευκάδας. Σπούδασε Νοσηλευτική στο ΤΕΙ της Αθήνας και δάσκαλος στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας και έχει ενεργό συμμετοχή στα κοινά του επαγγελματικού κλάδου των Νοσηλευτών από το 2006 μέχρι σήμερα. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας.
Η ενασχόλησή του με τη συγγραφή των «Μεγανησιώτικων Παραμυθιών» συνδέεται άρρηκτα με τις παιδικές του μνήμες από τις διηγήσεις του περιβάλλοντος της οικογένειας και της γειτονιάς του χωριού του, του Κατωμερίου Μεγανησίου Λευκάδας. Πηγή έμπνευσης όμως είναι τα δύο του παιδιά, η Αλίκη και ο Λάμπρος, τα οποία έχει την τύχη να μεγαλώνει με τη σύζυγό του Ελένη.
Το «Σταχτομάρω» είναι το νέο του βιβλίο και η ιστορία του περιγράφει τους οικογενειακούς δεσμούς και τις δυσκολίες του να μεγαλώνει μια γυναίκα μόνη της κορίτσια στην επαρχία.
Σ’ ένα μακρινό χωριουδάκι πέρα απ’ τα βουνά, ζούσε μια μάνα με τις τρεις κόρες της.
Κάθε βράδυ, όταν τελείωναν τις δουλειές τους, μαζεύονταν κοντά στη φωτιά του τζακιού κι έγνεθαν μαλλί. Η μικρότερη κόρη, η Μάρω, καθόταν σχεδόν μέσα στο τζάκι, επειδή ήταν μικροκαμωμένη και κρύωνε πολύ.
Γι’ αυτό οι αδερφές της της είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Σταχτομάρω».
Οι δυσκολίες της ζωής είχαν κάνει τις δυο μεγαλύτερες κόρες άγριες στη συμπεριφορά, απότομες και βίαιες. Μιλούσαν άσχημα στη μάνα τους και δε χώνευαν καθόλου τη μικρή τους αδερφή, τόσο εξαιτίας του πρόσχαρου και ήρεμου χαρακτήρα της, αλλά κυρίως επειδή ήταν όμορφη και δροσερή, παρά τις τόσες κακουχίες. Την κορόιδευαν με την πρώτη ευκαιρία και δεν ήταν λίγες οι φορές που την έκαναν να κλαίει με λυγμούς στην ποδιά της μάνας της, όπου κατέφευγε για παρηγοριά.