Σε μια νέα μελέτη από το πανεπιστήμιο του Montreal, όταν τα μωρά άκουγαν ένα τραγούδι παρέμεναν ήρεμα για διπλάσιο χρονικό διάστημα από ό,τι όταν άκουγαν απλώς ομιλία. «Πολλές έρευνες έχουν ασχοληθεί με το πώς το τραγούδι και η ομιλία επηρεάζουν την προσοχή των μωρών, αλλά, εμείς θέλαμε να μάθουμε πώς επηρεάζουν τον συναισθηματικό αυτοέλεγχό τους» εξήγησε η καθηγήτρια του Κέντρου Έρευνας Εγκεφάλου, Μουσικής και Γλώσσας του πανεπιστημίου, Isabelle Peretz. «Ο συναισθηματικός αυτοέλεγχος προφανώς δεν είναι ανεπτυγμένος στα μωρά και πιστεύουμε ότι το τραγούδι βοηθάει τα μωρά και τα παιδιά να αποκτήσουν αυτή την δεξιότητα.» Η έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Infancy, μελέτησε τριάντα υγιή μωρά ηλικίας 6-9 μηνών.
Οι άνθρωποι στην πραγματικότητα μαγεύονται από τη μουσική. Στους ενήλικες και στα μεγαλύτερα παιδιά αυτή η «έλξη» από τη μουσική παρουσιάζεται με συμπεριφορές όπως το κράτημα του ρυθμού με το πόδι ή το κούνημα του κεφαλιού. «Τα μωρά δεν συγχρονίζουν την εξωτερικευμένη συμπεριφορά τους με τη μουσική γιατί τους λείπει η απαιτούμενη βιολογική ή νοητική ικανότητα» εξήγησε η Peretz. «Μέρος της έρευνάς μας ήταν να προσδιορίσουμε αν έχουν την νοητική ικανότητα. Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα μωρά ενθουσιάστηκαν με τη μουσική, γεγονός που υποδεικνύει ότι έχουν αυτή τη νοητική ικανότητα.»
Η ερευνητική ομάδα έλαβε μια ποικιλία μέτρων για να διασφαλίσει ότι η αντίδραση των παιδιών στη μουσική δεν επηρεάστηκε από άλλους παράγοντες, όπως η ευαισθησία στη φωνή της μητέρας. Και ο λόγος και η μουσική που παρουσιάστηκαν στα παιδιά ήταν στα τούρκικα ώστε η γλώσσα να μην τους είναι οικεία. «Το άτομο που τραγουδούσε χρησιμοποιούσε τούρκικα τραγούδια και όχι δυτικά. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο καθώς έρευνες έχουν δείξει ότι τα τραγούδια που τραγουδάμε στα παιδιά έχουν ένα συγκεκριμένο εύρος τονικότητας και ρυθμών» εξήγησε μια εκ των συγγραφέων, η Mariève Corbeil,επίσης από το πανεπιστήμιο του Montreal. «Επίσης, τα μωρά δεν εκτέθηκαν σε κανένα άλλο ερέθισμα. Αν και οι γονείς ήταν παρόντες στο δωμάτιο, κάθονταν πίσω από τα μωρά έτσι ώστε οι εκφράσεις τους να μην επηρεάζουν τα μωρά» πρόσθεσε η Corbeil. «Τα βρέφη άκουσαν ηχογραφήσεις περισσότερο παρά μια ζωντανή αναπαραγωγή τραγουδιών έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι θα υπήρχαν τα ίδια ακουστικά ερεθίσματα για όλα τα παιδιά χωρίς κοινωνικές αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στην τραγουδίστρια ή τον τραγουδιστή και το παιδί».
Όταν τα μωρά ήταν ήρεμα οι γονείς κάθισαν πίσω τους και το πείραμα ξεκίνησε. Η ερευνητική ομάδα έπαιξε τις ηχογραφήσεις μέχρι τα μωρά να εμφανίσουν την έκφραση κλάματος («cry face»)–φρύδια προς τα κάτω, τραβηγμένα χείλη, άνοιγμα του στόματος και ανασηκωμένα μάγουλα. Αυτή είναι η πιο συνηθισμένη βρεφική έκφραση δυσφορίας. «Όταν τα μωρά άκουγαν τα Τούρκικα τραγούδια παρέμεναν ήρεμα για περίπου 9 λεπτά κατά μέσο όρο. Όταν άκουγαν ομιλία ήταν περίπου η μισή διάρκεια ανεξάρτητα από το αν η ομιλία ήταν αυτό που ονομάζουμε «baby talk», ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο μιλάμε στα μωρά, ή όχι» είπε η Corbeil. Το baby-talk τα κρατούσε ήρεμα για λίγο περισσότερο από 4 λεπτά κατά μέσο όρο και η ενήλικη ομιλία για λιγότερο από 4 λεπτά. «Η απουσία σημαντικής διάκρισης ανάμεσα στα δύο είδη ομιλίας μας εξέπληξε» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές και οι ερευνήτριες μετά εξέτασαν τα ευρήματά τους εκθέτοντας μια διαφορετική ομάδα μωρών σε ηχογραφήσεις μητέρων που τραγουδούσαν σε οικεία γλώσσα (Γαλλικά) και βρήκαν το ίδιο αποτέλεσμα. «Τα ευρήματά μας δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας για την επίδραση που έχει το άκουσμα παιδικών τραγουδιών στη διατήρηση της ηρεμίας των μωρών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» είπε η Peretz. «Ακόμα και στο σχετικά αποστειρωμένο περιβάλλον του δωματίου του πειράματος- μαύροι τοίχοι, χαμηλός φωτισμός, απουσία παιχνιδιών και κανένα ανθρώπινο οπτικό ή απτικό ερέθισμα -ο ήχος μιας γυναίκας να τραγουδάει επιμήκυνε τη θετική ή ουδέτερη στάση των μωρών και μείωσε τη δυσφορία.» «Αυτά τα ευρήματα αποδεικνύουν την εγγενή στον άνθρωπο σημασία της μουσικής και των παιδικών τραγουδιών συγκεκριμένα, τα οποία ανταποκρίνονται στην ανάγκη μας για απλότητα και επανάληψη.»
Τα ευρήματα είναι σημαντικά γιατί οι γυναίκες του Δυτικού κόσμου μιλάνε πολύ περισσότερο από ό,τι τραγουδάνε χάνοντας έτσι τις δυνατότητες για συναισθηματική ρύθμιση που προσφέρει το τραγούδι. Η ερευνητική ομάδα πιστεύει ότι το τραγούδι θα μπορούσε να είναι πολύ βοηθητικό σε γονείς που ζούνε σε αντίξοες κοινωνικές, οικονομικές ή συναισθηματικές συνθήκες. «Αν και η δυσφορία και το κλάμα του παιδιού απαιτεί άμεση γονεϊκή παρηγορητική αντιμετώπιση, μερικές φορές προκαλεί εκνευρισμό και θυμό σε κάποιους γονείς οδηγώντας τους σε μια μη ευαίσθητη αντιμετώπιση και στη χειρότερη περίπτωση σε παραμέληση και κακοποίηση.» είπε η Peretz . «Οι γονείς που βιώνουν δύσκολες συνθήκες ζωής θα μπορούσαν να ενθαρρύνονται από τις εκάστοτε κοινωνικές υπηρεσίες να παίζουν φωνητική μουσική ή ακόμα καλύτερα να τραγουδάνε στα παιδιά τους.»
Πηγή : http://neurosciencenews.com/
Το διαβάσαμε στο betterparents.gr