Η βρογχιολίτιδα αποτελεί μια οξεία φλεγμονώδη νόσο του κατώτερου αναπνευστικού που εμφανίζεται κυρίως σε βρέφη ηλικίας 2-6 μηνών. Αποτελεί τη συχνότερη αιτία εισαγωγής και νοσηλείας στο νοσοκομείο σ’ αυτές τις ηλικίες. Οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ιογενή λοίμωξη των βρογχιολίων και αυτό σημαίνει ότι ένας συνδυασμός από αυξημένη παραγωγή βλέννης και οιδήματος προκαλεί απόφραξη των μικρών αεραγωγών.
Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) αποτελεί το πιο συχνό παθογόνο στο 50%-90% των περιπτώσεων. Ακολουθούν ο μεταπνευμονοϊός (hMPV), ο αδενοϊός και ο ιός της παραγρίπης. Σπανιότερα αίτια είναι το μυκόπλασμα, εντεροϊοί, ο ιός της γρίπης, ρινοϊοί και τα χλαμύδια.
Η περίοδος της λοίμωξης αφορά κυρίως στους χειμερινούς μήνες μεταξύ Νοεμβρίου και Μαρτίου, αν και αυτό διαφέρει από έτος σε έτος. Η νόσος είναι συχνότερη σε μεγάλα αστικά κέντρα. Υπολογίζεται πως τα βρέφη έχουν νοσήσει σε ποσοστό 60% μέχρι τον πρώτο χρόνο της ζωής τους και έως 80% ως την ηλικία των δύο ετών.
Η αύξηση της συχνότητας και της νοσηρότητας φαίνεται να αυξάνεται τα τελευταία χρόνια. Τούτο οφείλεται σε συνδυασμό παραγόντων, μεταξύ των οποίων και η επιβίωση των πρόωρων νεογνών.
Οι αιτίες και τα συμπτώματα
Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου από το περιβάλλον είναι τα μεγαλύτερα αδέλφια που πηγαίνουν σε παιδικό σταθμό, το παθητικό κάπνισμα (ιδίως της μητέρας) και ο συγχρωτισμός. Αντίθετα ο μητρικός θηλασμός φαίνεται πως λειτουργεί προστατευτικά και πρέπει να ενθαρρύνεται.
Επιβαρυντικοί παράγοντες επίσης είναι η προωρότητα, το χαμηλό βάρος γέννησης, ηλικία μικρότερη από 12 εβδομάδες, συγγενείς καρδιοπάθειες και ανατομικές ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος, νευρολογικά νοσήματα, η κυστική ίνωση και το σύνδρομο Down.
Πρόδρομα συμπτώματα της νόσου είναι η ρινική καταρροή, ο βήχας και ο χαμηλός πυρετός. Υψηλός πυρετός είναι ασυνήθης και μάλλον παραπέμπει σε άλλες αιτίες. Σε 2-3 ημέρες ο βήχας γίνεται παραγωγικός με συνοδό δύσπνοια, συριγμό, έμετο, ευερεθιστότητα ή υπνηλία και μειωμένη πρόσληψη τροφής.
Σε μικρότερα βρέφη τα παραπάνω μπορεί να απουσιάζουν και η μόνη εκδήλωση της νόσου να είναι η άπνοια και η κυάνωση.
Ενδείξεις εισαγωγής είναι η μειωμένη λήψη τροφής κάτω από 50% σε σχέση με το προηγούμενο 24ωρο, λήθαργος, ταχύπνοια (περισσότερες από 70 αναπνοές/λεπτό), σημαντική αναπνευστική δυσχέρεια με γογγυσμό, εισολκή ευένδοτων σημείων του θώρακα, κορεσμός κάτω από 94%, κυάνωση ή άπνοια.
Για βρέφη μικρότερα των 3 μηνών, με υποκείμενο νόσημα ή ιστορικό προωρότητας τα παραπάνω διαφοροποιούνται.
Η αντιμετώπιση
Αν και η νοσηλεία στο νοσοκομείο είναι υποστηρικτική κυρίως με χορήγηση οξυγόνου, συχνή σίτιση με ρινογαστρικό καθετήρα άλλες θεραπευτικές μέθοδοι, όπως τα βρογχοδιασταλτικά, η κορτιζόνη, η αδρεναλίνη και τα αντιβιοτικά, δεν φαίνεται να μειώνουν το χρόνο νοσηλείας.
Η φυσιοθεραπεία δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση της βρογχιολίτιδας.
Στα περισσότερα βρέφη η νόσος διαρκεί 7-10 ημέρες και στο 50% των περιπτώσεων τα συμπτώματα υποχωρούν έπειτα από 2 εβδομάδες. Μόνο ένα μικρό ποσοστό παρουσιάζει συμπτώματα πέραν των 4 εβδομάδων. Αν και η νόσος συνήθως είναι ήπια και αυτοπεριοριζόμενη με υποστηρικτικά μέτρα στο σπίτι, ένας αριθμός βρεφών θα χρειαστεί νοσηλεία.
Η θνησιμότητα από τη νόσο είναι πολύ μικρή και αφορά κυρίως σε βρέφη με υποκείμενη καρδιολογική ή αναπνευστική ασθένεια. Αν και δεν είναι γνωστός ο μηχανισμός, φαίνεται πως υπάρχει συσχέτιση με επακόλουθο ιογενή συριγμό (βρεφικό άσθμα) και βρογχιολίτιδας σε ποσοστό 35%-50%.
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα εμβόλιο για τη λοίμωξη από τον RSV, ο οποίος αποτελεί και τη συχνότερη αιτία βρογχιολίτιδας. Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί έτοιμο μονοκλωνικό αντίσωμα για τον RSV (palivizumab), το οποίο παρέχει παθητική ανοσία ενάντια στον ιό και συμβάλλει στη μείωση των εισαγωγών στο νοσοκομείο.
Ενδείκνυται σε βρέφη με ιστορικό προωρότητας, σε παιδιά κάτω των 2 ετών με υποκείμενο καρδιολογικό, αναπνευστικό νόσημα ή συγγενή ανοσοανεπάρκεια.
Αξίζει να σημειωθεί πως το σημαντικότερο μέτρο για την αποφυγή μετάδοσης της νόσου αποτελεί το πλύσιμο των χεριών.
Πηγές: Δημήτρης Κυριακού, Παιδίατρος – Νεογνολόγος ΛΗΤΩ.