Αναπολώ τις μέρες που ήσουν μωρό – τότε που ήμουν εγώ όλος ο κόσμος σου
Ήταν ένα πρωί Σαββάτου σε ένα ήσυχο καφέ στο κέντρο.
Είχαμε μόλις παραγγείλει pancakes και μέχρι να έρθουν προσπαθούσα να κρατήσω τα τρία αγόρια μας ήσυχα και υπό έλεγχο.
Κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα μια ηλικιωμένη γυναίκα να κοιτάζει προς εμάς. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα και σγουρά. Το δέρμα της ήταν χλωμό και τα μάτια της γουρλωτά και κουρασμένα. Καθόταν εκεί με έναν ηλικιωμένο επίσης κύριο και τρεις νεαρούς άνδρες που απ’ ότι μπορούσα να καταλάβω ήταν τα παιδιά τους. Μού έδινε την αίσθηση ότι δυσκολευόταν να ακούσει και δεν μπορούσε να πάρει μέρος με ευκολία στην συζήτησή τους. Ήταν σαν να βρίσκεται σε έναν δικό της σιωπηλό κόσμο.
Παιδί μου θα ήθελα να ήσουν…
Τα μάτια της, ήταν συνεχώς κολλημένα στο τραπέζι μας και συγκεκριμένα στα τρία αγόρια μου που ήταν συνεχώς απασχολημένα μεταξύ τους. Στην αρχή σκέφτηκα ότι τα παιδιά την ενοχλούσαν και προσπάθησα να τα ηρεμήσω – όσο γίνεται να ηρεμήσεις τρία τετράχρονα παιδιά μαζί! Κοιτάζοντας όμως λίγο πιο προσεκτικά το πρόσωπό της, είδα κάτι εντελώς διαφορετικό.Είχε μια απαλότητα στην έκφρασή της, μια λάμψη στα μάτια της μια τρυφερότητα στο χαμόγελό της και τότε μου ήρθε μια φλασιά και συνειδητοποίησα κάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ πριν.
Θυμόταν.
Θυμόταν τις μέρες που ήταν κι αυτή μια νέα μαμά.
Τότε που η μητρότητα ήταν κάτι καινούριο γι αυτή.
Που ήταν εξουθενωμένη, κουρασμένη και πολλές φορές και απελπισμένη ακόμα. Θυμόταν όμως πώς είναι να σε χρειάζονται. Να είσαι για κάποιον απαραίτητη. Να δίνεις οδηγίες, να καθοδηγείς, να εκπαιδεύεις, να αγαπάς. Να προσπαθείς πάντα για το καλύτερο.