Η ασφαλής προσκόλληση με τη μητέρα, βάση για ψυχική ισορροπία και υγιείς σχέσεις
Ασφαλής προσκόλληση (πρόσδεση/πρωταρχικός δεσμός) είναι η υγιής διαδικασία συναισθηματικού δεσμού μητέρας-παιδιού που περιγράφεται εδώ. Είναι ένας δεσμός συναισθηματικής ασφάλειας και κατανόησης που διασφαλίζει τη θέση του μωρού στον κόσμο και δημιουργεί την ασφαλή βάση για να ξεκινήσει το παιδί να εξερευνά τον κόσμο.
Η «αρκετά καλή» μητέρα, όπως αναφέρει η Pat Ogden (2006), καταφέρνει να δημιουργήσει ασφαλή πρόσδεση μέσω αμοιβαίας, συντονισμένης, σωματικής και λεκτικής επικοινωνίας με το βρέφος.
Σε ένα τόσο καλά γειωμένο βρέφος παρατηρούμε ότι:
- Ξεκινά συμπεριφορά εξερεύνησης κατά την παρουσία του γονέα/φροντιστή.
- Δείχνει σημάδια έλλειψης του γονέα κατά τον αποχωρισμό.
- Προσεγγίζει τον γονέα/φροντιστή χωρίς αποφυγή ή αμφιθυμία κατά την επανένωση.
- Μπορεί συχνά να ξεκινά σωματική επαφή.
- Ηρεμεί γρήγορα μετά από αγωνία/δυσφορία και μπορεί να συνεχίσει την εξερεύνηση αμέσως μετά.
[babyPostAd]Σύμφωνα με την η Pat Ogden (2006), αυτά τα παιδιά αναπτύσσουν ένα ευρύ παράθυρο ανοχής, είναι σε θέση να αναπτύξουν εν-νόηση, να διαμορφώσουν αποτελεσματικά συστήματα κοινωνικής εμπλοκής και να πετύχουν μια συνολικά προσαρμοστική λειτουργία της παρασυμπαθητικής και συμπαθητικής κατάστασης του Αυτόνομου Νευρικού τους Συστήματος (ΑΝΣ). Δημιουργούν μια βασική άμυνα ώστε να μην τραυματιστούν από γεγονότα που είναι έξω από τον έλεγχό τους. Αυτά τα παιδιά είναι σε θέση να παραμείνουν παρόντα σε παρατεταμένη διέγερση του ΑΝΣ τους με μια βέλτιστη αίσθηση και έτσι είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε ερεθίσματα πολλών μορφών χωρίς να ενεργοποιούν τις άμυνες.
Ένας ενήλικας που βίωσε μια βρεφική ηλικία ασφαλούς πρόσδεσης, έχει στέρεα θεμέλια για να αντιμετωπίσει τις πολλές και ποικίλες προκλήσεις της ζωής. Εφόσον και η υπόλοιπη παιδική ηλικία του αναπτυσσόμενου ατόμου συνολικά είναι κατά βάση σταθερή και χωρίς σημαντικές διαταραχές και τραύματα, τότε ο ενήλικας που προκύπτει θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ενήλικες σχέσεις εγγύτητας με ένα ενισχυμένο σύνολο εσωτερικών πόρων.
Η Ogden (2006) επισημαίνει ότι ένας τέτοιος ενήλικας μπορεί γενικά να επιδιώξει την εγγύτητα με άλλους με λίγη ή καθόλου αποφυγή ή θυμωμένη αντίσταση παθητικής ή ενεργητικής φύσης και μπορεί να αντέξει τις ματαιώσεις και απογοητεύσεις των σχέσεων. Και, όπως αναφέρει ο Stephen Johnson (1994), τέτοιοι ενήλικες είναι συνήθως σε θέση να εξελίξουν μια ερωτική σχέση πέρα από την αρχική φάση της εξιδανίκευσης του συντρόφου που υπάρχει κατά κανόνα. Αυτό γιατί, ως παιδιά εξελίχθηκαν από την εξάρτηση προς τους άλλους για τη ρύθμιση των συναισθημάτων τους και ανέπτυξαν ικανότητες για να ρυθμίζουν οι ίδιοι τη συναισθηματική τους διέγερση (αυτορρύθμιση). Έτσι μπορούν να λειτουργήσουν με κατάλληλο τρόπο στις σχέσεις ως ενήλικες.
Αυτοί οι ενήλικες μπορούν να μένουν με τον εαυτό τους χωρίς άγχος και μπορούν επίσης να απευθυνθούν σε κάποιον άλλο για διαπροσωπική υποστήριξη, που είναι εξίσου κρίσιμες δεξιότητες στις σχέσεις των ενηλίκων. Συνήθως είναι αρκετά καλά «γειωμένοι» ψυχολογικά και σχηματίζουν δεσμούς (σχέσεις και φιλίες) εύκολα από ένα σταθερό σύστημα κοινωνικής εμπλοκής.
Ο κύκλος ζωής της ενήλικης ερωτικής σχέσης τυπικά περιλαμβάνει πολλές αλλαγές. Ξεκινά φυσικά με τη φάση «μήνας του μέλιτος» στην οποία είμαστε τρελά ερωτευμένοι με το σύντροφό μας και τα πάντα είναι συναρπαστικά και υπέροχα. Εκεί το σωματονοητικό μας σύστημα μας πλημμυρίζει με ενδορφίνες και χημικές ουσίες που προσομοιάζουν τα οπιούχα, στέλνοντάς μας στον παράδεισο του έρωτα. Προφανώς αυτή η φάση είναι πολύ σύντομη.
Αυτή η περίοδος της σχέσης είναι συνήθως χτισμένη πάνω σε εξιδανικευμένες προβολέςσχετικά με το ποιος είναι ο άλλος (ο σύντροφος) και όπως λέει ο Johnson (1994), αυτές οι προβολές της φαντασίας αποτελούν συνήθως ανεκπλήρωτες ελπίδες για τον εαυτό μας. Μπορεί να βασίζεται σε εικασίες σχετικά με το ποιος είναι ο άλλος, που ίσως αποδειχθούν λανθασμένες. Ένα άτομο καλά γειωμένο στον εαυτό του μέσω ενός ασφαλούς συστήματος κοινωνικής εμπλοκής, συνήθως περνάει αυτή τη φάση χωρίς μεγάλη δυσκολία.
Ο Norman Doidge (2007) αναφέρει ότι η επόμενη φάση της σχέσης μπορεί να περιλαμβάνει κάποια απογοήτευση, καθώς διαλύονται ψευδείς εξιδανικευμένες προβολές πάνω στο άλλο πρόσωπο όταν το σωματονοητικό μας σύστημα πιστέψει ότι έχουμε επιτύχει έναν κοινωνικό/ συναισθηματικό δεσμό με το εν λόγω άτομο. Καθένα από τα μέλη του ζευγαριού αρχίζει να βλέπει πραγματικά το άλλο άτομο στο φως της αλήθειας και αυτό μπορεί να απαιτεί την αντιμετώπιση κάποιας σκληρής πραγματικότητας. Πολλά ζευγάρια χωρίζουν σε αυτό το σημείο.
Το γειωμένο άτομο με βιώματα ασφαλούς πρόσδεσης, κατά κανόνα θα διαχειριστεί καλά τη διέγερση των συναισθηματικών καταστάσεων και τους καυγάδες που προκύπτουν σε αυτή την περίοδο. Όπως επισημαίνει η Ogden (2006), αυτό συμβαίνει γιατί η φυσική τους κίνηση και οι τάσεις τους αντανακλούν ολοκληρωμένες, σταθμισμένες κινήσεις προσέγγισης που αρμόζουν στο πλαίσιο, όπως η κίνηση προς τα μπρος, το άπλωμα των χεριών ή η αναζήτηση επαφής με άλλο τρόπο. Αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες. Σε συνθήκες σύγκρουσης, αν πυροδοτηθούν και η διέγερσή τους υπερβεί το παράθυρο ανοχής τους, είναι σε θέση να ζητήσουν και να πάρουν καθησυχασμό και παρηγοριά, χωρίς αμφιθυμία και είναι επίσης σε θέση για αυτο-ρύθμιση. Παραμένουν σε αρμονία από άποψη προβλέψιμων συμπεριφορών και συναισθημάτων σε σχέση με το πλαίσιο του τι συμβαίνει σ’ αυτούς εκείνη τη στιγμή.
Αυτή η ικανότητα για αυτο-ρύθμιση και γείωση πηγάζει από την έκβαση της ασφαλούς πρόσδεσης στην παιδική ηλικία, καθώς και άλλους παράγοντες. Στο παιδί υπήρχε αντιστοιχία ανάμεσα στην εσωτερική ψυχολογική του ανάγκη και στη φυσική του επιδίωξη και αυτό φαίνεται στην αρμονική κίνηση του σώματός του. Η αντιστοιχία στη συμπεριφορά του, παρατηρεί η Ogden (2006) φαίνεται από την εναρμόνιση των επιπέδων γνωστικής, συναισθηματικής και αισθητηριακής επεξεργασίας των πληροφοριών.
Αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά του παιδιού. Αν το παρατηρήσουμε, μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε και να διαπιστώσουμε την πρόθεσή του για δράσεις όπως είναι η εγγύτητα προς τη μητέρα, η εξερεύνηση μακριά από τη μητέρα, η επιθυμία για παιχνίδι και η επιζήτηση προσοχής για τις ανάγκες του, στις αρμονικές, συνεκτικές κινήσεις της συμπεριφοράς και του σώματος του παιδιού .
Στην μετέπειτα ενήλικη ζωή του θα παρατηρήσουμε επίσης τέτοιες συμπεριφορές σε αντιστοιχία. Συνήθως θα νιώθει άνετα να είναι αυτόνομος καθώς και να ζητάει βοήθεια και υποστήριξη από τους άλλους, έχοντας υγιή όρια και όντας σε επαφή με την εσωτερική του ζωή, τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, όπως αναφέρει ο Johnson (1994). Γενικά, τέτοιοι άνθρωποι έχουν μια υγιή βάση για να επιτύχουν υγιείς ενήλικες σχέσεις.
Υγιής σχέση μπορεί να θεωρηθεί εκείνη στην οποία υπάρχει -και για τα δύο μέλη- ελευθερία και υποστήριξη να επιδιώξουν τους προσωπικούς τους στόχους, καθώς και μέριμνα και προώθηση των αμοιβαίων στόχων που μοιράζονται οι δύο σύντροφοι. Η σχέσηείναι ικανή να υποστηρίξει ταυτόχρονα μια οντότητα «εγώ» και μία οντότητα «εμείς»και για τα δύο μέλη. Μια τέτοια σχέση μπορεί να λειτουργήσει χωρίς οικειότητα αλλά οι περισσότεροι ενήλικες έχουν την πρόθεση να δημιουργήσουν ποικίλα επίπεδα οικειότητας στη σχέση.
Η οικειότητα αφορά όχι μόνο τη σεξουαλική επαφή αλλά και τη διανοητική και συναισθηματική επαφή, το μοίρασμα, την ανταλλαγή και τη σωματική επαφή. Η οικειότητα συχνά αναφέρεται ως ένα μαγικό «κάτι» που δίνει ενθουσιασμό και βάθος στη σχέση. Η συναισθηματική οικειότητα είναι δύσκολο να επιτευχθεί εάν τα δύο άτομα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους δεν είναι σχετικά σίγουροι για το ποιοι είναι και δεν έχουν μια αρκετά καθαρά προσδιορισμένη αίσθηση της δικής τους ταυτότητας. Μια από τις πιο δύσκολες προκλήσεις είναι να διατηρήσεις μια ισχυρή αίσθηση του εαυτού σου ενώ παραμένεις σε επαφή με το άλλο άτομο.
Ένα άτομο που έχει στην αναπτυξιακή του ιστορία μια βάση χτισμένη πάνω σε ασφαλή προσκόλληση, είναι κατά κανόνα σε θέση να επιχειρήσει μια δυναμική, ρέουσα ανταλλαγή οικειότητας σε διάφορα επίπεδα και με διακυμάνσεις σ’ αυτή τη δυναμική με την πάροδο του χρόνου. Ένα τέτοιο άτομο αναζητά συνήθως έναν «σταθερό» σύντροφο που μπορεί να τον συναντήσει σε ένα τέτοιο σταθερό και ενήλικο πλαίσιο σχέσης και οικειότητας. Αν το άτομο έχει άλλες διαταραχές (εκτός τη φάση πρόσδεσης) ή ανεπίλυτα τραύματα, τότε μπορεί ενδεχομένως να προσελκύει και να έλκεται από ασταθείς ή καταστροφικές σχέσεις και συντρόφους.
Πηγή: Psychotherapeia.net.gr