Εάν περάσετε λίγο χρόνο σε κάποιο μέρος όπου υπάρχουν παιδιά, θα ακούσετε συχνά κάποια εκδοχή αυτών των δύο λέξεων: «καλά είσαι».
Ένα παιδί πέφτει κάτω: «Καλά είσαι. Σήκω. Πήγαινε παίξε.»
Ένα παιδί φοβάται: «Καλά είσαι. Όλα ΟΚ.»
Ένα παιδί κλαίει: «Μην κλαις. Καλά είσαι.»
Είναι κατανοητό γιατί το λέμε. Σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως νιώθουμε άσχημα για το παιδί και θέλουμε να το κάνουμε να νιώσει καλύτερα, γι’ αυτό λέμε αυτές τις λέξεις και στην πραγματικότητα εννοούμε «Ω, όχι, λυπάμαι πολύ! Ελπίζω να νιώσεις σύντομα καλύτερα». Σε άλλες περιπτώσεις, ίσως νιώθουμε άβολα με τα συναισθήματα του παιδιού και λέμε αυτές τις λέξεις, όταν στην πραγματικότητα εννοούμε «Σε παρακαλώ ξαναγύρνα πίσω εκεί που ήσουν καλά, γιατί αυτή δεν είναι καλή στιγμή για μένα». Ή ίσως τα συναισθήματά τους μας κυριεύουν και λέμε αυτές τις λέξεις, ενώ εννοούμε «Δεν ξέρω τι να κάνω για σένα, γι’ αυτό σε παρακαλώ μη με χρειάζεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο».
Αυτές οι δύο λέξεις είναι μέρος των πολιτισμικών ηθών μας. Οι γονείς οπουδήποτε τις χρησιμοποιούν. Οι δάσκαλοι τις χρησιμοποιούν. Οι φροντιστές τις χρησιμοποιούν. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες τις χρησιμοποιούν. Το να αγκαλιάσει κανείς το παιδί του αυτές τις στιγμές και να ΜΗΝ πεις αυτές τις λέξεις, συχνά θεωρείται περίεργο.
Τι συμβαίνει όμως όταν ένα παιδί ακούει αυτές τις λέξεις;
Ένα παιδί πέφτει και είναι φοβισμένο και χτυπημένο. Αναζητά τον πιο σημαντικό άνθρωπο στον κόσμο. Αυτό το άτομο είναι τα πάντα για το παιδί: πηγή μάθησης, πηγή αγάπης, πηγή κατανόησης ενός δυσνόητου κόσμου. Βιώνουν μεγάλα συναισθήματα πόνου και ακούνε «είσαι καλά». Αυτές οι δύο λέξεις δεν αντιστοιχούν στο εσωτερικό τους βίωμα που φωνάζει «δεν είμαι καλά».
Ένας γονιός κάνει κάτι που θυμώνει ένα παιδί. Ίσως ο γονιός χρειάστηκε να αναλάβει δράση και το παιδί θύμωσε. Ίσως ο γονιός έστειλε άστοχη ένδειξη στο παιδί. Όπως και να ‘χει, το παιδί παραμένει με μια εσωτερική σύγκρουση. Το παιδί γνωρίζει ότι κάτι συνέβη, αλλά εμείς αντιδράμε σαν να μη συνέβη τίποτα. Είναι πολύ μπερδευτικό και το παιδί έχει κάθε δικαίωμα να μην είναι καλά.
Όταν κάποιος από εμάς είναι σε κάποια στιγμή που δεν είναι καλά, συνήθως δεν είναι βοηθητικό να ακούει κάποιον να του λέει «καλά είσαι». Οι ενήλικες δεν το λένε συχνά σε άλλους ενήλικες, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν οδυνηρό και άβολο. Εάν περάσατε μια άσχημη μέρα στη δουλειά ή πέσατε και χτυπήσατε, είναι μάλλον απίθανο να σας πει ο κολλητός σας «Είσαι καλά. Όλα ΟΚ.» και να προχωρήσει.
Το να λέμε σε ένα παιδί ότι είναι καλά όταν δεν είναι, ιδίως όταν δεν φέρει ευθύνη για το ότι δεν είναι καλά, αποτελεί ρωγμή για τη σχέση. Ωθεί τα παιδιά να αμφισβητήσουν εμάς, να αμφισβητήσουν τον εαυτό τους.
Το να μην είναι κάποιος καλά και να μην μπορεί να το εκφράσει προκαλεί συναισθηματική ασυμφωνία. Χρειάζεται να αναπτύξουμε μια στρατηγική διαχείρισης αυτής της ασυμφωνίας κι εάν δεν μπορούμε να φέρουμε το θέμα σε μια ασφαλή σχέση, θα αναπτύξουμε έναν μη βοηθητικό και υγιή τρόπο διαχείρισης. Με τον καιρό, ίσως οδηγήσει σε θέματα οξυθυμίας, κατάθλιψης, άγχους, χρήσης ουσιών, απομόνωσης κ. α.
Τι θα συνέβαινε εάν εξαλείφαμε αυτές τις δύο λέξεις; Εάν αναγνωρίζαμε τον θυμό, τη λύπη, τον πόνο και επιτρέπαμε στο παιδί να μην είναι καλά; Πώς θα μεγαλώναμε εάν εμείς, ως γονείς, βιώναμε έντονες στιγμές που δεν ήμασταν καλά με το παιδί μας και το υποστηρίζαμε;
Το να λέμε «είσαι καλά», σταματά το παιδί από το να χρησιμοποιεί τη σχέση ως πηγή. Εξαλείφοντας αυτές τις δύο λέξεις, προσφέρουμε μεγάλες δυνατότητες στο παιδί να εξερευνήσει το «μη καλά» και να διερευνήσει επιλογές κατευνασμού. Η ασφάλεια συχνά οικοδομείται τις στιγμές που συμβαίνει κάτι σημαντικό, διαφορετικά δε θα συνέβαινε τίποτα.