Τι ακριβώς συμβαίνει όταν φωνάζουμε στα παιδιά μας;
«Είναι θέμα ακεραιότητας να εννοείς αυτό που λες, να λες αυτό που εννοείς και να ακολουθείς αυτό που έχεις υποσχεθεί» (Hal Edward Runkel).
Πόσες φορές άραγε, στην καθημερινότητά μας, έχουμε έρθει σε επαφή με καυγάδες ανάμεσα σε παιδιά και γονείς, όπου οι γονείς στα πρόθυρα «νευρικής κρίσης» φωνάζουν στα παιδιά τους για πράγματα που έκαναν ή δεν έκαναν, χρησιμοποιώντας ακόμα και φράσεις όπως: «είσαι ηλίθιος», «δεν κάνεις τίποτα σωστά», «είσαι ανίκανος/η» ή ακόμα και «αν συνεχίσεις να μην τρως θα φωνάξω το γέρο να έρθει να σε πάρει»; Αυτό τι σημαίνει; Θα αναρωτηθεί κανείς; Ότι αυτοί είναι κακοί γονείς που δεν μπορούν να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά; Σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνουμε όλοι ότι για να φτάσει ένας γονέας σε αυτό το επίπεδο υπάρχουν πολλοί λόγοι και πολλές αφορμές, τις οποίες θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Εκείνο που επίσης είναι κατανοητό είναι ότι η συγκεκριμένη συμπεριφορά έχει πολλές επιπτώσεις στους γονείς, τα παιδιά και το οικογενειακό σύστημα εν γένει.
Γιατί λοιπόν ένας γονέας μπορεί να φτάσει στο σημείο να φωνάξει και να μιλήσει με τον τρόπο αυτό σε ένα παιδί;
Οι αιτίες για μια τέτοια συμπεριφορά είναι πολλές και κάποιες συνοψίζονται στην ακόλουθη έκφραση: ανησυχία για την απώλεια του ελέγχου μιας κατάστασης. Πολλές φορές οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με καταστάσεις δύσκολες. Παιδιά που δεν υπακούν τους μεγάλους και παραβαίνουν όλους τους κανόνες που βάζει η οικογένεια, παιδιά που δεν είναι συνεπή στα μαθήματά τους στο σχολείο, κυρίως γιατί δε θέλουν ή βαριούνται να διαβάσουν, παιδιά που κάνουν φασαρία στο σπίτι ή έξω από αυτό και δημιουργούν συναισθήματα αμηχανίας στους γονείς για την εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι σε επίπεδο διαπαιδαγώγησής τους μέσα στην οικογένεια, είναι μερικές μόνο από τις καταστάσεις – πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι γονείς. Σε όλες αυτές (και σε πολλές άλλες) τα όρια αντοχής των γονέων εξαντλούνται κυρίως αν για κάποιο συμβάν, όπως η συμπεριφορά που πρέπει να έχουμε όταν είμαστε εκτός σπιτιού, έχει εξηγηθεί πολλές φορές στα παιδιά. Κάπου εκεί οι φωνές, οι προσβολές μοιάζουν μονόδρομος προκειμένου να γίνει κατανοητός από τα παιδιά ο ρόλος των γονιών και να αναγνωριστούν τα όρια και η εξουσία. Είναι οι στιγμές που οι γονείς νιώθουν ότι δε γίνονται σεβαστοί, ότι η αξία τους δεν αναγνωρίζεται, ότι υπάρχει έλλειψη εκτίμησης και ότι αγνοούνται οι όροι και οι κανόνες που έχουν θέσει. Σε μια προσπάθεια λοιπόν να ανακτήσουν το ρόλο τους, να ακουστούν και να γίνουν αντικείμενο σεβασμού, οι γονείς νιώθουν ότι μόνο αν υψώσουν τη φωνή τους μπορεί να επιτευχθούν οι ανωτέρω στόχοι.
Από την άλλη πλευρά, ειδικά στις σύγχρονες εποχές το άγχος σε όλα τα επίπεδα είναι τόσο μεγάλο για όλους τους ενήλικες που αυτό συχνά προκαλεί αισθήματα θυμού που δύσκολα μπορεί να διαχειριστεί κάποιος. Ένας ενήλικας καλείται να αντεπεξέλθει σε δυσκολίες εργασιακές (μειωμένες ώρες εργασίας ή ανεργία, υπερβολικές απαιτήσεις στο χώρο εργασίας), οικονομικές (λίγα χρήματα με τα οποία πρέπει να συντηρηθεί η οικογένεια) ακόμα και προσωπικές (πιθανές δυσκολίες στη σχέση των συντρόφων). Μέσα σε όλα αυτά τα άγχη έρχεται να προστεθεί και το άγχος του να είναι κανείς γονιός και άρα να συμβάλλει αποτελεσματικά στο να αναθρέψει «σωστά» παιδιά στην κοινωνία. Ο θυμός που μπορεί να προκαλείται συχνά από αυτά τα άγχη δεν είναι πάντα εύκολο να ελεγχθεί και κάποιες φορές η κατάσταση ξεφεύγει και καταλήγει να θυμώνουμε με κάτι που έκαναν ή δεν έκαναν τα παιδιά.
Υπάρχουν πολλές ακόμα αιτίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τους γονείς σε «εκρηκτικές καταστάσεις» μέσα στο σπίτι και αρκετές από αυτές θα μπορούσαμε να τις κατανοήσουμε γιατί τις βιώνουμε όλοι λίγο ή πολύ στην καθημερινότητά μας.
Έρευνα: Οι φωνές πληγώνουν όσο και το ξύλο!
Ποιες είναι όμως οι συνέπειες αυτών των καταστάσεων στα παιδιά και τους ίδιους τους γονείς;
Ένα πράγμα είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτές οι συμπεριφορές δε βοηθούν τα παιδιά να ανακτήσουν το σεβασμό για τους ίδιους ή τους γονείς. Τα παιδιά τείνουν αυθόρμητα να γενικεύουν τις αντιλήψεις τους που αφορούν τη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων (αιτίες, κλπ) (Weston, Boxer & Heatherington, 1998). Οι γενικεύσεις αυτές συνήθως έχουν επιπτώσεις στον τρόπο συμπεριφοράς τους μέσα και έξω από το σπίτι. Ένα παιδί που θα ακούσει από τους γονείς ότι είναι «ηλίθιο» πιθανόν να πιστέψει ότι η μαμά και ο μπαμπάς πράγματι θεωρούν ότι δεν έχει ικανότητες, ότι δεν το εκτιμούν και ότι δεν μπορεί να καταφέρει πράγματα στη ζωή του. Οι «ετικέτες» που κάποιες φορές κολλάμε στα παιδιά είναι και αυτές που συνήθως (σαν μια αυτο-εκπληρούμενη προφητεία) τις ακολουθούν στη ζωή τους (Runkel, 2007). Τέτοιου τύπου (και άλλες) εκφράσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν στα παιδιά χαμηλή αυτοεκτίμηση και άρα μεγαλύτερη δυσκολία να προσπαθήσουν να αντεπεξέλθουν σε καταστάσεις επίλυσης προβλημάτων («αφού είμαι ηλίθιος δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στο σχολείο»).
Επίσης, τα παιδιά που βιώνουν μια τέτοια κατάσταση δύσκολα διεκδικούν το σεβασμό που τους αρμόζει από τους άλλους ανθρώπους με αποτέλεσμα να γίνονται κάποιες φορές αντικείμενο εκμετάλλευσης ή κακής μεταχείρισης. Αντίστοιχα, τα ίδια δεν αποδίδουν τον ανάλογο σεβασμό στους γονείς.
Πώς μπορούν τα παιδιά να σέβονται ένα γονέα που φωνάζει και βρίζει ή μιλάει άσχημα; Πώς θα αντιδρούσε ένας γονιός αν κάποια στιγμή του απαντούσε το παιδί «γιατί το έκανες αυτό; Δεν είσαι ικανός για τίποτα». Υποθέτω ότι συναισθήματα αναξιότητας θα ήταν διάχυτα στον ενήλικο, όπως και έλλειψης σεβασμού ή εκτίμησης. Γιατί να είναι διαφορετικό για τα παιδιά;
Επιπλέον, είναι σύνηθες το φαινόμενο οι γονείς που καταφεύγουν σε τέτοιες καταστάσεις να νιώθουν εκ των υστέρων άσχημα για τον εαυτό τους και του τρόπου που συμπεριφέρθηκαν στα παιδιά τους. Οι ενοχές των γονιών είναι συνηθισμένες σε καταστάσεις τέτοιου τύπου και σε αισθήματα αναξιότητας του γονεϊκού τους ρόλου. Όταν γίνεται αυτή η συνειδητοποίηση οι γονείς έρχονται παράλληλα αντιμέτωποι με τα ίδια τα παιδιά, τα οποία έχοντας πληγωθεί από τη συμπεριφορά αυτή, κρατούν τους γονείς σε απόσταση. Τα παιδιά, τα οποία κάποιες φορές είναι και αρκετά σκληρά, δείχνουν ότι δεν θέλουν να πλησιάσουν τους γονείς, εκφράζουν ότι δεν τους αγαπούν και ότι θα ήταν καλύτερα να είχαν άλλους γονείς. Ξεκινά τότε ένας νέος κύκλος τύψεων, επανορθωτικής προσπάθειας από την πλευρά των γονιών, όπου και οι δύο πλευρές (γονείς και παιδιά) προσπαθούν να ανακτήσουν την προηγούμενη σχέση συναισθηματικής κοντινότητας.
Τέλος, όσον αφορά στις κούφιες απειλές που συχνά εξαπολύουμε στα παιδιά όταν δεν κάνουν αυτό που θεωρείται σωστό, όπως το να διαβάσουν ή να φάνε και που περιλαμβάνουν την πιθανότητα να έρθει να τα πάρει «ο γέρος» ή «ο μπαμπούλας», φαίνεται ότι το μόνο που μπορεί να φέρει σαν αποτέλεσμα είναι τον τρόμο των παιδιών για έναν αδιόρατο κίνδυνο που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιθανόν να αναπτυχθούν συναισθήματα ανημπόριας και αβοηθησιάς που αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα μπορεί να τα ακολουθούν για καιρό. Πέραν τούτου, όταν καταλάβουν πια ότι αυτό δεν πρόκειται να γίνει και ότι πρόκειται για μια μη ρεαλιστική κατάσταση, η συνέπεια θα είναι να μην εμπιστεύονται τα λόγια των γονιών και να αντιμετωπίζονται ως ανακριβείς και ανακόλουθοι ως προς τις πράξεις τους (Runkel, 2007).
Το να είναι κανείς γονιός είναι μια δύσκολη διαδικασία που χρειάζεται αντοχές και προσπάθεια να ελέγχει κανείς τον εαυτό του. Απέναντι σε όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι γονείς είναι σημαντικό να έχουμε στο νου μας ότι τα παιδιά μαθαίνουν περισσότερο μέσα από τα παραδείγματα που τους δίνουμε παρά από τα λόγια που θα τους πούμε. Μαθαίνουν το σεβασμό και την εκτίμηση, όταν εμείς οι ενήλικοι εκτιμούμε και σεβόμαστε τον εαυτό μας (και άρα δεν αντιδρούμε σα να είμαστε συνεχώς θυμωμένοι με όλους και όλα) αλλά και τα ίδια τα παιδιά. Όσο σεβόμαστε και εκτιμούμε τα παιδιά, με τις όποιες δυσκολίες και δύστροπες συμπεριφορές έχουν, τόσο εκτιμούν τα ίδια τον εαυτό τους και έχουμε περισσότερες πιθανότητες να τους εμπνεύσουμε σωστές συμπεριφορές.
Στουραΐτου Σοφία, Ψυχολόγος, Θεραπεία Οικογένειας – Ζεύγους
Πηγή: mypsychology.gr